σοφιστικέ

σοφιστικέ
ο, η, το, Ν
(άκλ. επίθ.) (ξεν. τ.)
1. επιτηδευμένος, εξεζητημένος
2. μυστηριώδης («σοφιστικέ ύφος»)
3. (για συσκευή ή μηχάνημα) πολύπλοκος
4. (για πρόσ.) (με ειρων. σημ.) διανοούμενος, κουλτουριάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sophistique < αγγλ. sophisticated < μεσολατ. sophisticatus < σοφιστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”